-
1 масса
масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη* * *ж1) в разн. знач. η μάζαнаро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες
2) ( множество) πλήθοςма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη
-
2 несметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноτεράστιος• άπειρος, απειράριθμος, αμέτρητος, αφάνταστος•-ая сила τεράστια δύναμη•
-ые толпы αμέτρητα πλήθη•
-ое богатство μυθικός πλούτος.
-
3 несчётный
επ., βρ: -шен, -тна, -тноάμετρος, αμέτρητος, άπειρος, απειράρ ιθμος, αναρίθμητος•-ые толпы αναρίθμητα πλήθη.
-
4 сваливание
-я ουδ.1. βλ. свал.2. επίρριψη (για ευθύνη, φταίξιμο κ.τ.τ.). || απόδοση, απονομή.3. ρίψη, ρίψιμο άτακτα.-я ουδ.1. έξοδος)κατά πλήθη, μάζες, κοπάδια). || μετακίνηση, μετατόπιση.2. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα• μετρίαση. -
5 толпа
-ы, πλθ. толпы θ.1. πλήθος• όχλος•толпа народа πλήθος λαού (πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα)•
толпа ребятишек σμήνος παιδιών, παιδόκοσμος, παιδοβόλι, -λόγι, μαρίδα.
|| μτφ. σωρεία•толпа мыслей πλήθος σκέψεων•
толпа картин πλήθος εικόνων (παραστάσεων).
-ой, -ою ως επίρ. μαζί, ομού.
|| ως επίρ. -ами κατά πλήθη, κατά σμήνη, κατά μάζες.2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα.3. ο απλός λαός, λαοτζίκος.
См. также в других словарях:
πληθῇ — πίμπλημι fill aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθη — πίμπλημι fill aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πλή̱θη , πλῆθος great number neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλή̱θη , πλῆθος great number neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθῃ — πλήθω to be full pres subj mp 2nd sg πλήθω to be full pres ind mp 2nd sg πλήθω to be full pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
мъножьство — МЪНОЖЬСТВ|О (731), А с. Множество, большое количество; изобилие: обаче и се бы безакониѥ сод‹омьско› ˫ако въ мъножъствѣ хлѣбьнѣмь. и въ обилии виньнѣмь питахѹ сѧ (ἐν πλησμονῇ) Изб 1076, 236; идеже апостоли и пророци и мѹченици и свѧтителе. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δελεάζω — (AM δελεάζω) [δέλεαρ] 1. πιάνω ψάρι προσαρμόζοντας δόλωμα στο αγκίστρι 2. παρασύρω, εξαπατώ κάποιον (α. «τον δελέασε με τα νάζια της» β. «δελεάζοντες τά πλήθη κατά πάντα τρόπον» παρασύροντας τα πλήθη με κάθε τρόπο γ. «δελεάζω ἄγκιστρον ἐπ ἄλλους» … Dictionary of Greek
μυριόμικτος — μυριόμικτος, ον (Μ) φρ. «μυριόμικτα πλήθη» πολύμικτα, ανάμικτα πλήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μικτος (< μίγνυμι)] … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
PILA — I. PILA apici obelisci, in Campo Martio, addita a Manilio Mathematico, cuius vertice umbra colligeretur in ipsa pila, occurrit apud Plin. l. 36. c. 10. Ei (obelisco) qui est in Campo Divus Augustus addidit mirabilem usum, ad deprehendendas Solis… … Hofmann J. Lexicon universale
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek